ὔρχας

ὔρχας
ὔρχᾱς , ὔρχα
fem acc pl
ὔρχᾱς , ὔρχα
fem gen sg (doric aeolic)
ὔρχᾱς , ὔρχη
jar
fem acc pl
ὔρχᾱς , ὔρχη
jar
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ύρχη — και αιολ. τ. ὔρχα, ἡ, Α 1. αγγείο κατάλληλο για την εναπόθεση παστών τροφίμων 2. αγγείο κατάλληλο για το μέτρημα τού κρασιού 3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὔρχας... τὴν ὑπὸ τοῡ τείχους ἀναρρίχησιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”